πηγάδι

πηγάδι
τό
1) колодец; 2) скважина;

τό πηγάδι εξόρυξης — буровая скважина


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πηγάδι" в других словарях:

  • πηγάδι — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται το Λογγάρι (υψόμ. 460 μ.) και το Φωκιανό (...). 2. Πολύ μικρός …   Dictionary of Greek

  • πηγάδι — το (από το πηγή), τρύπα βαθιά στη γη για να βρούμε νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αργυρό Πηγάδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.020 μ., 135 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου …   Dictionary of Greek

  • Γιαλού Πηγάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 19 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ευεργέτουλα του νομού Λέσβου …   Dictionary of Greek

  • Κρύο Πηγάδι — Οικισμός (21 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιλίων της νομαρχίας Δυτικής Αττικής …   Dictionary of Greek

  • Λυγία ή Πέρα Πηγάδι — Ακατοίκητη νησίδα του Ιονίου πελάγους, που βρίσκεται κοντά στο νότιο άκρο της ανατολικής ακτής της Ιθάκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιθάκης του νομού Κεφαλληνίας …   Dictionary of Greek

  • Μέσα Πηγάδι — Ακατοίκητος οικισμός στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιτωλικού …   Dictionary of Greek

  • Πίσω Πηγάδι — Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Κυθήρων, του νομού Πειραιώς …   Dictionary of Greek

  • φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • μαγγανοπήγαδο — το 1. πηγάδι από το οποίο αντλείται νερό με μάγγανο 2. σύστημα άντλησης νερού από πηγάδι με συνδεδεμένους σε κλειστή αλυσίδα πολλούς κάδους η οποία κινείται από έναν μεγάλο περιστρεφόμενο τροχό με τη χρήση τής δύναμης ανθρώπου ή ζώου 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»